- κολλύραν
- κολλύ̱ρᾱν , κολλύραfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
SAMIA Terra — memorata Theophrasto, inter varia terrae genera, quae in Asiae Insulis repertae, nativae essent et aliquem usum adferrent ad vitam, ἔγχυλος ac pinguis est. Hanc eniin probandam esse Dioscorides ait, τὴν ἔγχυλον καὶ μαλακην` καὶ ἐυτριβη, οῖα ἐςτιν … Hofmann J. Lexicon universale
όψο — το (ΑΜ ὄψον) 1. έδεσμα, τροφή 2. καθετί που τρώγεται μαζί με το ψωμί ή το κυρίως φαγητό ως προσφάγι ή για να προκαλέσει τη διάθεση για πόση κρασίου («κρόμμυον ποτῷ ὄψον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το κρέας, σε αντιδιαστολή προς το ψωμί και τις άλλες… … Dictionary of Greek